Vai al contenuto

στέγος

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

στέγος

Seconda declinazione maschile parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ὁ στέγος τὼ στέγω οἱ στέγοι
Genitivo τοῦ στέγου τοῖν στέγοιν τῶν στέγων
Dativo τῷ στέγῳ τοῖν στέγοιν τοῖς στέγοις
Accusativo τὸν στέγον τὼ στέγω τοὺς στέγους
Vocativo ὦ στέγε ὦ στέγω ὦ στέγοι
  1. copertura, tetto
stègos