Vai al contenuto

νόμισμα

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

νόμισμα

Terza declinazione neutra in dentale semplice proparossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo τὸ νόμισμα τὼ νομίσματε τὰ νομίσματα
Genitivo τοῦ νομίσματος τοῖν νομισμάτοιν τῶν νομισμάτων
Dativo τῷ νομίσματι τοῖν νομισμάτοιν τοῖς νομίσμασι(ν)
Accusativo τὸ νόμισμα Τὼ νομίσματε τὰ νομίσματα
Vocativo ὦ νόμισμα ὦ νομίσματε ὦ νομίσματα
  1. uso
  2. moneta
nòmisma