Vai al contenuto

δικαστής

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

δικαστής

Prima declinazione maschile in α impura in της ossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ὁ δικαστής τὼ δικαστά οἱ δικασταί
Genitivo τοῦ δικαστοῦ τοῖν δικασταῖν τῶν δικαστῶν
Dativo τῷ δικαστῇ τοῖν δικασταῖν τοῖς δικασταῖς
Accusativo τὸν δικαστήν τὼ δικαστά τοὺς δικαστάς
Vocativo ὦ δικαστά ὦ δικαστά ὦ δικασταί
  1. giudice
dikastḕs