Vai al contenuto

ὑγρότης

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

ὑγρότης

Terza declinazione femminile in dentale parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ ὑγρότης τὰ ὑγρότητε αἱ ὑγρότητες
Genitivo τῆς ὑγρότητος ταῖν ὑγροτήτοιν τῶν ὑγροτήτων
Dativo τῇ ὑγρότητι ταῖν ὑγροτήτοιν ταῖς ὑγρότησι(ν)
Accusativo τὴν ὑγρότην τὰ ὑγρότητε τὰς ὑγρότητας
Vocativo ὦ ὑγρότης ὦ ὑγρότητε ὦ ὑγρότητες


  1. umore
hügròtēs