Vai al contenuto

ἁμάρτημα

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

ἁμάρτημα

Terza declinazione neutra in dentale semplice properispomena

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo τὸ ἁμάρτημα τὼ ἁμαρτήματε τὰ ἁμαρτήματα
Genitivo τοῦ ἁμαρτήματος τοῖν ἁμαρτημάτοιν τῶν ἁμαρτημάτων
Dativo τῷ ἁμαρτήματι τοῖν ἁμαρτημάτοιν τοῖς ἁμαρτήμασι(ν)
Accusativo τὸ ἁμάρτημα Τὼ ἁμαρτήματε τὰ ἁμαρτήματα
Vocativo ὦ ἁμάρτημα ὦ ἁμαρτήματε ὦ ἁμαρτήματα
  1. errore

hamàrtēma