Vai al contenuto

ἀλληγορία

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

ἀλληγορία

Prima declinazione femminile in α pura lunga parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ ἀλληγορία τὰ ἀλληγορία αἱ ἀλληγορίαι
Genitivo τῆς ἀλληγορίας ταῖν ἀλληγορίαιν τῶν ἀλληγοριῶν
Dativo τῇ ἀλληγορίᾳ ταῖν ἀλληγορίαιν ταῖς ἀλληγορίαις
Accusativo τὴν ἀλληγορίαν τὰ ἀλληγορία τὰς ἀλληγορίας
Vocativo ὦ ἀλληγορία ὦ ἀλληγορία ὦ ἀλληγοριαι
  1. allegoria