Vai al contenuto

σχέσις

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

σχέσις

Terza declinazione femminile in vocale (-ις) parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ σχήσις τὰ σχήσεε (o σχήσει) αἱ σχήσεις
Genitivo τῆς σχήσεως ταῖν σχήσεοιν τῶν σχήσεων
Dativo τῇ σχήσει ταῖν σχήσεοιν ταῖς σχήσεσι(ν)
Accusativo τὴν σχήσιν τὰ σχήσεε τὰς σχήσεις
Vocativo ὦ σχήσι ὦ σχήσεε ὦ σχήσεις
  1. condizione
skʰèsis