Vai al contenuto

στέφανος

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

στέφανος

Seconda declinazione maschile proparossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ὁ στέφανος τὼ στεφάνω οἱ στέφανοι
Genitivo τοῦ στεφάνου τοῖν στεφάνοιν τῶν στεφάνων
Dativo τῷ στεφάνῳ τοῖν στεφάνοιν τοῖς στεφάνοις
Accusativo τὸν στέφανον τὼ στεφάνω τοὺς στεφάνους
Vocativo ὦ στέφανε ὦ στεφάνω ὦ στέφανοι
  1. corona
stèpʰanos