Vai al contenuto

μέλλησις

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

μέλλησις

Terza declinazione femminile in vocale (-ις) parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ μέλλησις τὰ μελλήσεε (o μελλήσει) αἱ μελλήσεις
Genitivo τῆς μελλήσεως ταῖν μελλήσεοιν τῶν μελλήσεων
Dativo τῇ μελλήσει ταῖν μελλήσεοιν ταῖς μελλήσεσι(ν)
Accusativo τὴν μέλλησιν τὰ μελλήσεε τὰς μελλήσεις
Vocativo ὦ μέλλησι ὦ μελλήσεε ὦ μελλήσεις
  1. indugio
mèllēsis