Vai al contenuto

καλύπτρα

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

καλύπτρα

Prima declinazione femminile in α pura breve parossitona
Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ καλύπτρα τὰ καλύπτρα αἱ καλύπτραι
Genitivo τῆς καλύπτρας ταῖν καλύπτραιν τῶν καλυπτρῶν
Dativo τῇ καλύπτρᾳ ταῖν καλύπτραιν ταῖς καλύπτραις
Accusativo τὴν καλύπτραν τὰ καλύπτρα τὰς καλύπτρας
Vocativo ὦ καλύπτρα ὦ καλύπτρα ὦ καλύπτραι
  1. velo
kalǘptrā