Vai al contenuto

θέλησις

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

θέλησις

Terza declinazione femminile in vocale (-ις) parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ θέλησις τὰ θελήσεε (o θελήσει) αἱ θελήσεις
Genitivo τῆς θελήσεως ταῖν θελήσεοιν τῶν θελήσεων
Dativo τῇ θελήσει ταῖν θελήσεοιν ταῖς θελήσεσι(ν)
Accusativo τὴν θέλησιν τὰ θελήσεε τὰς θελήσεις
Vocativo ὦ θέλησι ὦ θελήσεε ὦ θελήσεις
  1. volontà
tʰèlēsis