Vai al contenuto

εὐλάβεια

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

εὐλάβεια

Prima declinazione femminile in α pura breve proparossitona
Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ εὐλάβεια τὰ εὐλαβεία αἱ εὐλάβειαι
Genitivo τῆς εὐλαβείας ταῖν εὐλαβείαιν τῶν εὐλαβειῶν
Dativo τῇ εὐλαβείᾳ ταῖν εὐλαβείαιν ταῖς εὐλαβείαις
Accusativo τὴν εὐλάβειαν τὰ εὐλαβεία τὰς εὐλαβείας
Vocativo ὦ εὐλάβεια ὦ εὐλαβεία ὦ εὐλάβειαι
  1. cautela
eulàbeia