διωμοσία
Aspetto
διωμοσία
Prima declinazione femminile in α pura lunga parossitona
Caso | Singolare | Duale | Plurale |
---|---|---|---|
Nominativo | ἡ διωμοσία | τὰ διωμοσία | αἱ διωμοσίαι |
Genitivo | τῆς διωμοσίας | ταῖν διωμοσίαιν | τῶν διομοσιῶν |
Dativo | τῇ διωμοσίᾳ | ταῖν διωμοσίαιν | ταῖς διωμοσίαις |
Accusativo | τὴν διωμοσίαν | τὰ διωμοσία | τὰς διωμοσίας |
Vocativo | ὦ διωμοσία | ὦ διωμοσία | ὦ διομοσιαι |
- diōmosìā
- Dizionario di Grecoantico.com, διωμοσία