Vai al contenuto

διωμοσία

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

διωμοσία

Prima declinazione femminile in α pura lunga parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ διωμοσία τὰ διωμοσία αἱ διωμοσίαι
Genitivo τῆς διωμοσίας ταῖν διωμοσίαιν τῶν διομοσιῶν
Dativo τῇ διωμοσίᾳ ταῖν διωμοσίαιν ταῖς διωμοσίαις
Accusativo τὴν διωμοσίαν τὰ διωμοσία τὰς διωμοσίας
Vocativo ὦ διωμοσία ὦ διωμοσία ὦ διομοσιαι
  1. giuramento
diōmosìā