Vai al contenuto

βούλησις

Da Wikizionario, il dizionario a contenuto aperto.

βούλησις

Terza declinazione femminile in vocale (-ις) parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ βούλησις τὰ βουλήσεε (o βουλήσει) αἱ βουλήσεις
Genitivo τῆς βουλήσεως ταῖν βουλήσεοιν τῶν βουλήσεων
Dativo τῇ βουλήσει ταῖν βουλήσεοιν ταῖς βουλήσεσι(ν)
Accusativo τὴν βούλησιν τὰ βουλήσεε τὰς βουλήσεις
Vocativo ὦ βούλησι ὦ βουλήσεε ὦ βουλήσεις
  1. volontà

bū̀lēsis